- ὁπλιτικά
- ὁπλῑτικά , ὁπλιτικόςofneut nom/voc/acc plὁπλῑτικά̱ , ὁπλιτικόςoffem nom/voc/acc dualὁπλῑτικά̱ , ὁπλιτικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλιτικός — ή, ό (Α ὁπλιτικός, ή, όν) [οπλίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική η τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται… … Dictionary of Greek